Εὐβουλίδῃ

Εὐβουλίδῃ
Εὐβουλίδης
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Εὐβουλίδη — Εὐβουλίδης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράτινης — ο (Α κερατίνης) [κεράτινος] παγιδευτικό σόφισμα τού Μεγαρικού φιλοσόφου Ευβουλίδη («εἴ τι οὐκ ἀπέβαλες, τοῡτο ἔχεις κέρατα δὲ οὐκ ἀπέβαλες κέρατα ἄρα ἔχεις») …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξίνος — (3ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Ηλεία, μαθητής του Ευβουλίδη, εριστικός και φίλος των σοφισμάτων. Συνέγραψε το έργο Περί αγωγής από το οποίο σώθηκε μόνο ένα απόσπασμα, τα Απομνημονεύματα και τον Παιάνα.Η εριστική του διάθεση στάθηκε αφορμή για… …   Dictionary of Greek

  • Εύφαντος — (3ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος της Μεγαρικής σχολής από την Όλυνθο. Ήταν μαθητής του Ευβουλίδη και δάσκαλος του Αντίγονου Γονατά, στον οποίο αφιέρωσε τη διατριβή του Περί βασιλείας. Έγραψε και τραγωδίες καθώς και ιστορία της εποχής του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”